WEIMAR

•20 Σεπτεμβρίου, 2012 • Σχολιάστε

I

Υπάρχει, αναμφίβολα, μια κομβική στιγμή στη σχέση του Ελισαίου και της Όλγας κι αυτή δεν είναι άλλη από την «Έκθεση Ακροτήτων» της Βαϊμάρης το έτος 2005. Τα τελευταία χρόνια, μέσα σ’ ένα πνιγμένο χώρο από όλο και περισσότερους αλλόφρονες, σχεδόν επιθετικούς επισκέπτες, ζουν κι αναπνέουν, για όσο διαρκεί το γεγονός, μερικά από τα πιο αμφιλεγόμενα εκθέματα στην ιστορία του θεσμού.Ένα πλέγμα από δωμάτια και άφθονες γυάλες, αίθουσες στις οποίες μπορεί να περάσει ο καθένας αυστηρά μόνος, χαμηλός φωτισμός, υποτονικές αντιδράσεις δυσπιστίας, επιφωνήματα έκπληξης, ιδρώτας και εκνευρισμός θα έκαναν τον οποιοδήποτε να πιστέψει πως κάτι σημαντικό συμβαίνει εδώ, άξιο να μείνει καταγεγραμμένο στην ήδη  βαρυφορτωμένη ιστορία της πόλης.

Έκθεση Ακροτήτων 2005 φυλλάδιο.

Δωμάτιο Α «Η Τιμή»: διάφορα εκθέματα που προέρχονται από ληστείες με ένα κοινό χαρακτηριστικό: για την απόσπασή τους αφαιρέθηκε ανθρώπινη ζωή. Μια φωτογραφική μηχανή, ένα μικρό κολιέ αμφιβόλου αξίας, ποικίλα πορτοφόλια με κέρματα ή μετρητά, έγγραφα πάσης φύσεως κάποια ακόμα με τα πρόσωπα των άτυχων κατόχων τους, τσάντες από φτηνά υλικά άλλες άδειες άλλες γεμάτες, ένα πακέτο καραμέλες, ένας χρυσός προγόμφιος.

Δωμάτιο Β «Η Ύλη»: τα όργανα της πράξης. Μέσα σε πλεξιγκλάς αναπαύονται ατάραχα μαχαίρια. Όπλα που γεμίζουν το μάτι αυτοστιγμεί και προκαλούν δέος κι άλλα που αδυνατούν να πείσουν ότι οδήγησαν σε θάνατο. Ρόδες, λοστοί, σκοινιά, πολύχρωμα φιαλίδια με ύποπτο περιεχόμενο, σπασμένο γυαλί, πλαστικές σακούλες, ένα βαλσαμωμένο σκυλί με δόντια ορατά. Οι αιχμές σε κάθε πιθανή παραλλαγή.

Δωμάτιο Γ «Η Μέθοδος»: ή αλλιώς πολλαπλοί τρόποι να ανακατασκευαστεί ένα ανθρώπινο σώμα. Μέχρι να αλλοιωθεί η ψυχή. Μέχρι να αποσπαστεί η πληροφορία από το νου. Μοντέρνα όργανα β. λεπτεπίλεπτα και ογκώδη, σύνθετα στη σύλληψη ή ευφυώς απλά. Φωτογραφικό υλικό από «αυτόν που ήταν» κι από «αυτό που μένει», μικρά τετράδια ευφάνταστων με αναλυτικές τεχνικές. Κι επιχειρήματα.

Δωμάτιο Δ «Η Δήλωση»: βιντεοπροβολή. Χώρος με άκαμπτες ξύλινες καρέκλες. Στοιχισμένες επιμελώς για να παρεμβάλλεται το κεφάλι του μπροστινού. Οπλισμένες παρουσίες στην οθόνη εναλλασσόμενες κι άφθονες χειρονομίες. Επιδείξεις σκοπευτικών ικανοτήτων. Οι ηλικίες ποικίλουν. Η ομιλία παρουσιάζει ομοιότητες. Πρόσωπα που κινηματογραφούν τον εαυτό τους λίγο πριν μπουν σ’ ένα σχολείο ή σε κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς. Στη γωνία της αίθουσας παρατεταγμένες εφημερίδες. Η σύγχρονη ανάγκη τεκμηρίωσης.

Δωμάτιο Ε «Η Επιλογή»: ένα δωμάτιο μόνο με γράμματα. Συγκεκριμένα, γράμματα που εντοπίστηκαν πάνω σε αυτόχειρες. Ύμνος στη φαντασία. Η ασθένεια, τα χρέη, η αποδημία, η απόρριψη, η εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη μετα φόνου, το ανίατο, το άσκοπο, το χωρίς νόημα, η θέωση, το τραγικό, το φιλοσοφικό, το καλλιτεχνικό, το δικαιολογημένο. Ένα κισσέ με φωτοτυπημένα σουβενίρ.

Δωμάτιο Ζ «Η Ζωή»: έμπνευση του Hans Mayer με σκοπό την ‘Entladen’ του κοινού. Ίσως η πιο αμφιλεγόμενη αίθουσα της έκθεσης. Ήχοι harsh noise και power electronics. Μέσα σε ένα λευκό σφραγισμένο κέλυφος παρατεταγμένα γυμνά ανδρικά και γυναικεία ομοιώματα. Κάθε επισκέπτης καλείται να μπει μόνος για μερικά λεπτά. Δεν υπάρχει άλλος περιορισμός. Στην αριστερή γωνία της οροφής μια κάμερα. Αν θελήσει, η δράση του μπορεί να μαγνητοσκοπηθεί.

Η συνάντηση του Ελισαίου και της Όλγας λαμβάνει χώρα σε μια ήσυχη στιγμή του δωματίου Β. Ένα ήπιο γερμανικό φως εισβάλλει δειλά από το παράθυρο και οι σκιές τους διασταυρώνονται. Η Όλγα στέκεται σιωπηλή μπροστά από τη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Το πρόσωπο είναι βυθισμένο σε μια στέρνα με κοκκινωπό υγρό. Δεν υπάρχουν εκδορές στο δέρμα της, δεν υπάρχει κάποια τομή. Η Όλγα κοιτάζει την πλάτη του άνδρα που περιφέρεται αργόσυρτα γύρω από ένα γυάλινο κουτί. Φέρνει στο νου μια ζαλισμένη μέλισσα, καθώς σκύβει να δέσει τα κορδόνια του μισθού της. Ο Ελισαίος είναι προσηλωμένος σ’ ένα μικροσκοπικό σκουριασμένο έκθεμα. Στρέφεται ασυναίσθητα προς το μέρος του σκυμμένου σώματος και προβάλει αθώα το αντικείμενο πάνω στον εύθραυστο αυχένα του. Έπειτα βγαίνει χαμογελώντας από το χώρο και κατευθύνεται προς το δωμάτιο Γ ενώ η Όλγα, όρθια πλέον, επιστρέφει στη φωτογραφία και παραδίδεται στους συνειρμούς.

II

Οι μέρες που ακολούθησαν την έκθεση ακροτήτων σημαδεύτηκαν από πυρετώδεις διαδικτυακούς διαλόγους. Η ιδέα της δημιουργίας ενός επίσημου ‘forum’ από τους εμπνευστές της αποδείχθηκε τελικώς γόνιμη καθώς εκατοντάδες επισκέπτες και μη αναζήτησαν επίμονα τον κατάλληλο χώρο για να καταγράψουν τις εντυπώσεις τους. Για ανθρώπους όπως ο Ελισαίος, η έκθεση ακροτήτων ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους σε ένα ευρύτερο κοινό. Αναγνώριζε μεν την απουσία ενιαίου υπόβαθρου, αλλά οι θέσεις του, διατυπωμένες με αξιοσημείωτη σαφήνεια, δεν άργησαν να του αποφέρουν ένα στοιχειώδη πυρήνα οπαδών. Δεν είναι βέβαιο ότι αποσκοπούσε σε αυτό. Απεναντίας, ο Ελισαίος επισκέπτεται την έκθεση καθημερινά από ένα διττό ενδιαφέρον.

Νεκρός από χρόνια, ο πατέρας του Ελισαίου είχε διατελέσει διευθυντής της πινακοθήκης της Βαϊμάρης. Όπως συμβαίνει συχνά με τις επιφανείς μεσοαστικές οικογένειες, η οικία των γονέων του βρισκόταν σε κάποιο από τα δυτικά προάστια της πόλης. Για τον έφηβο Ελισαίο αυτή η απόσταση ανάμεσα στις ήρεμες κατοικίες του Taubach και τους πολύβουους δρόμους του κέντρου άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στην προσωπικότητά του από όση ήταν σε θέση να εννοήσει. Κάθε μεσημέρι μετά το τέλος των σχολικών ωρών, μη έχοντας άλλο τρόπο να επιστρέψει στο σπίτι,  αναγκάζονταν να περιμένει υπομονετικά τον πατέρα του. Αυτή ακριβώς η αναμονή μέχρι τη λήξη του ωραρίου σηματοδοτούσε για το νεαρό Ελισαίο μια σειρά από σιωπηλούς περιπάτους ανάμεσα στα ποικίλα εκθέματα της πινακοθήκης. Σε ένα τέτοιο χώρο δεν άργησαν να γεννηθούν τα πρώτα ερωτήματα τα οποία κατέληξαν χρόνια αργότερα σε μια διατριβή για τη Σχολή της Φρανκφούρτης και συνακόλουθα στην Έδρα Αισθητικής του τοπικού πανεπιστημίου.

Παρόλα αυτά, η εμμονή του Ελισαίου για ανάλογες εκθέσεις δεν εξαντλούνταν απλώς στο πλαίσιο του ακαδημαϊκού του ενδιαφέροντος. Ο έτερος λόγος των καθημερινών επισκέψεων αφορούσε ένα μάλλον ασυνήθιστο πάθος η εκμυστήρευση του οποίου προκαλούσε συχνά αμηχανία σε φίλους και συναδέλφους. Δεν είναι σαφές το τι γέννησε το πάθος αυτό. Οι αναμνήσεις του Ελισαίου εκκινούν από την πρώτη του επαφή με ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο τοποθετημένο επιμελώς μέσα σε ένα γυάλινο κουτί στο γραφείο του πατέρα. Άγνωστο πώς, ένα ‘δίκρανο του αιρετικού’ είχε κάποτε περιέλθει στην κατοχή της οικογένειας και έκτοτε αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι των προγονικών κειμηλίων.

Η θέα και μόνο της παράξενης αυτής συσκευής θα πρέπει να συντάραξε βαθιά την παιδική ψυχή. Αδυνατώντας να συλλάβει την πραγματικά επώδυνη ιστορία της, διαισθανόμενος παρόλα αυτά ότι δεν επρόκειτο για κάποιο πρωτόγονο παιχνίδι, ο Ελισαίος αφιέρωνε τακτικά ένα μεγάλο μέρος των νεανικών του ονειροπολήσεων στις υποθετικές της χρήσεις.

Τα έτη των σπουδών που ακολούθησαν υπήρξαν από πολλές απόψεις εποικοδομητικά. Οι συχνές επισκέψεις στη βιβλιοθήκη της Βαϊμάρης χάρισαν στον Ελισαίο ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο και κάλυψαν πλήθος από τις πρώιμες απορίες του. Στην απόλαυση της ανάγνωσης ήλθε σύντομα να προστεθεί το πάθος της «συλλογής». (Μεγάλοι) μαύροι φάκελοι με φωτοτυπίες και αποκόμματα καταλάμβαναν όλο και περισσότερο χώρο στο ξύλινο τραπέζι του αναγνωστηρίου. Φημολογείται ότι η συλλογή του ξεπερνούσε τις χίλιες επτακόσιες αναφορές σε μεθόδους βασανισμού κατηγοριοποιημένες επιμελώς ανά χώρα και ιστορική περίοδο.

III

Τυχαίο λήμμα από τη συλλογή του Ελισαίου.

«Τοποθεσία: σημερινό Κιργιστάν – Περίοδος 5-6 μ.Χ. – Φυλή Zhuan Zhuan»

«Η διαδικασία της δημιουργίας των ‘Mankurt’ * απαντάται για πρώτη φορά σε χειρόγραφα που βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη της Τασκένδης τον Αύγουστο του 1963. Οι λιγοστές πληροφορίες που εμπεριέχονται στις σκόρπιες σελίδες δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για τον λογοτεχνικό οίστρο του Chingiz Aitmatov, ο οποίος στο έργο ‘Μία μέρα, ένας αιώνας’ κατάφερε να προσδώσει στη μέθοδο βασανισμού αξιοσημείωτη δραματικότητα. Πέρα από τις όποιες υπερβολές, αναμφίβολα προϊόν της οξυμένης φαντασίας του συγγραφέα, η διαδικασία παρουσιάζει τρία ευδιάκριτα στάδια, κλιμακούμενης έντασης, που καθιστούν κάθε προσπάθεια κατηγοριοποίησης εξαιρετικά δύσκολη.

Στάδιο πρώτο: Ο αιχμάλωτος, δεμένος χειροπόδαρα, ακινητοποιούνταν πλήρως σε έναν οριζόντιο, ξύλινο πάσαλο και ακολούθως, κάποιος στρατιώτης της φυλής αναλάμβανε να ξυρίσει εντελώς το κεφάλι του. Στη συνέχεια, πάνω στο γυμνό κρανίο του θύματος τοποθετούνταν σφιχτά ένα κομμάτι δέρμα (‘shiri’), που προέρχονταν συνήθως από το λαιμό μίας φρεσκοσφαγμένης καμήλας.

Στάδιο δεύτερο: Ο αιχμάλωτος εγκαταλείπονταν στη στέπα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, ώστε να μην έχει την παραμικρή δυνατότητα να αφαιρέσει το κάλυμμα από το κρανίο. Κάτω από τον ήλιο το σφιχτοδεμένο δέρμα έχανε σταδιακά την αρχική ελαστικότητα προκαλώντας στο κεφάλι του θύματος ένα διαρκές επώδυνο σφίξιμο.

Στάδιο τρίτο: Αν ο αιχμάλωτος επιβίωνε από τις στερήσεις και τις κακουχίες της περιπλάνησης ερχόταν αντιμέτωπος με την κορύφωση της μεθόδου: το δερμάτινο κάλυμμα ωθούσε τις τρίχες του κεφαλιού να στραφούν προς το εσωτερικό του κρανίου προκαλώντας στο θύμα ένα είδος φυσικής λοβοτομής.

Έχοντας απολέσει εντελώς τη μνήμη, τη βούληση και τα λογικά του, ο Mankurt αποτελούσε για τους κυρίους του τον ιδανικό σκλάβο».

 

* Ο όρος προέρχεται, πιθανόν, από τη μογγολική λέξη мангуурах που μεταφράζεται ως ‘ηλίθιος’. Εναλλακτική ρίζα αποτελεί το τουρανικό mengirt (‘αυτός που έχει χάσει τη μνήμη του’) αλλά και το λατινικό mens curtus (‘λοβοτομή’).